αποκαρτερησις

αποκαρτερησις
    ἀποκαρτέρησις
    ἀπο-καρτέρησις
    -εως ἥ добровольная смерть от голода Quint.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αποκαρτερησις" в других словарях:

  • ἀποκαρτέρησις — suicide by hunger fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκαρτέρηση — η (Α ἀποκαρτέρησις) εξάντληση της υπομονής, αποθάρρυνση αρχ. εκούσιος θάνατος από ασιτία …   Dictionary of Greek

  • ἀποκαρτερήσεως — ἀποκαρτερήσεω̆ς , ἀποκαρτέρησις suicide by hunger fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»